Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
disruption [βρετ dɪsˈrʌpʃn, αμερικ dɪsˈrəpʃ(ə)n] ΟΥΣ
1. disruption U (disorder):
- disruption
-
2. disruption (disrupting):
3. disruption (upheaval):
- disruption
- bouleversement αρσ
στο λεξικό PONS
disruption ΟΥΣ
1. disruption (interruption):
- disruption
- interruption θηλ
2. disruption (disturbance):
- disruption
- perturbation θηλ
-
- disruption
disruption ΟΥΣ
1. disruption (interruption):
- disruption
- interruption θηλ
2. disruption (disturbance):
- disruption
- perturbation θηλ
-
- disruption
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.