στο λεξικό PONS
big ˈgov·ern·ment ΟΥΣ no pl
I. gov·ern·ment [ˈgʌvənmənt, αμερικ -vɚ(n)-] ΟΥΣ
1. government (body):
2. government (system):
3. government no pl (act):
II. gov·ern·ment [ˈgʌvənmənt, αμερικ -vɚ(n)-] ΟΥΣ modifier
government (buildings, funding, offices, officials, sources, spokesperson):
big <-gg-> [bɪg] ΕΠΊΘ
1. big (of size, amount):
2. big (of maturity):
3. big (significant):
4. big οικ:
5. big μειωτ ειρων οικ (generous):
ιδιωτισμοί:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Big Easy
- big end
- big farmer
- big figure
- big fish
- big government
- big gun
- big-head
- big-headed
- big-hearted
- bight