

I. groß·zü·gig ΕΠΊΘ
II. groß·zü·gig ΕΠΊΡΡ
1. großzügig (generös):
3. großzügig (weiträumig):
großzügig ΕΠΊΘ
-
- munificent τυπικ


PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.