στο λεξικό PONS
day [deɪ] ΟΥΣ
1. day (24 hours):
2. day ΟΙΚΟΝ (work period):
3. day (not night):
4. day (former time):
5. day no pl (present):
6. day (life):
7. day (special date):
ιδιωτισμοί:
day ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
day
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Judaism
- Judas
- judder
- Judeo-Christian
- judge
- Judgment Day Judgement Day
- judgment-impairing judgement-impairing
- judgment judgement
- judicature
- judicial
- judicial action