στο λεξικό PONS
ˈjudg(e)·ment-im·pair·ing ΕΠΊΘ αμετάβλ
judg(e)·ment [ˈʤʌʤmənt] ΟΥΣ
de·ˈfault judg(e)·ment ΟΥΣ
- Beeinträchtigung Reaktionsvermögen
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- Judas
- judder
- Judeo-Christian
- judge
- judgement call
- judgment-impairing judgement-impairing
- judgment judgement
- judicature
- judicial
- judicial action
- judicially