Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. possible [pɔsibl] ΕΠΊΘ
1. possible (réalisable):
2. possible (potentiel):
3. possible (acceptable) οικ:
II. possible [pɔsibl] ΟΥΣ αρσ
- humainement possible, impossible
-
στο λεξικό PONS
I. possible [pɔsibl] ΕΠΊΘ
1. possible (faisable, éventuel, indiquant une limite):
I. possible [pɔsibl] ΕΠΊΘ
1. possible (faisable, éventuel, indiquant une limite):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.