Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. témoin [temwɛ̃] ΟΥΣ αρσ
1. témoin (sur les lieux):
2. témoin (au tribunal):
3. témoin:
5. témoin (d'une époque) μτφ:
6. témoin (preuve):
7. témoin ΤΕΧΝΟΛ (voyant):
II. (-)témoin ΣΎΝΘ
στο λεξικό PONS
I. témoin [temwɛ̃] ΟΥΣ αρσ
1. témoin:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.