Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. possibility [βρετ ˌpɒsɪˈbɪlɪti, αμερικ ˌpɑsəˈbɪlədi] ΟΥΣ
1. possibility (chance, prospect):
- tantalizing possibility
-
-
- possibility
στο λεξικό PONS
possibility [ˌpɒsəˈbɪləti, αμερικ ˌpɑ:səˈbɪlət̬i] ΟΥΣ
1. possibility <-ties> (feasible circumstance or action):
- possibility
- possibilité θηλ
2. possibility πλ (potential):
- possibility
- potentiel αρσ
-
- possibility
-
- possibility
possibility [ˌpa·sə·ˈbɪl·ə·t̬i] ΟΥΣ
1. possibility <-ties> (feasible circumstance or action):
- possibility
- possibilité θηλ
2. possibility πλ (potential):
- possibility
- potentiel αρσ
-
- possibility
-
- possibility
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- posse
- possess
- possessed
- possession
- possession order
- possibility
- possible
- possibly
- possum
- post
- post-