Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. présent (présente) [pʀezɑ̃, ɑ̃t] ΕΠΊΘ
1. présent (sur les lieux):
- présent (présente) personne
-
2. présent (existant):
- présent (présente)
-
3. présent (actif):
4. présent (actuel):
5. présent (en cause):
6. présent ΓΛΩΣΣ:
- présent (présente) temps, participe
-
II. présent (présente) [pʀezɑ̃, ɑ̃t] ΟΥΣ αρσ (θηλ) (personne)
III. présent ΟΥΣ αρσ
2. présent ΓΛΩΣΣ (temps):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.