Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. prochain (prochaine) [pʀɔʃɛ̃, ɛn] ΕΠΊΘ
1. prochain (suivant):
2. prochain (imminent):
στο λεξικό PONS
I. prochain(e) [pʀɔʃɛ̃, ɛn] ΕΠΊΘ
I. prochain(e) [pʀɔʃɛ͂, ɛn] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.