Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
technically [βρετ ˈtɛknɪkli, αμερικ ˈtɛknək(ə)li] ΕΠΊΡΡ
1. technically (strictly speaking):
- technically
-
- technically speaking
-
2. technically (technologically):
- technically advanced, backward, difficult, possible
-
- the experiments are technically possible
-
-
- technically
στο λεξικό PONS
-
- technically
-
- technically
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.