Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
technical [βρετ ˈtɛknɪk(ə)l, αμερικ ˈtɛknək(ə)l] ΕΠΊΘ
1. technical (mechanical, technological):
3. technical ΝΟΜ (in law):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- TEC
- tech
- techie
- technetium
- technical
- technical sergeant
- technician
- technicolor
- technicolour
- technique
- techno