Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. technic|ien (technicienne) [tɛknisjɛ̃, ɛn] ΕΠΊΘ
- technicien (technicienne)
-
II. technic|ien (technicienne) [tɛknisjɛ̃, ɛn] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
1. technicien (professionnel):
- technicien (technicienne)
-
2. technicien (spécialiste):
- technicien (technicienne)
-
3. technicien (réparateur):
- technicien (technicienne)
-
III. technic|ien (technicienne) [tɛknisjɛ̃, ɛn]
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.