στο λεξικό PONS
 
  
 mon·ey [ˈmʌni] ΟΥΣ no pl
1. money (cash):
2. money οικ (pay):
3. money ΧΡΗΜΑΤΟΠ (options):
ιδιωτισμοί:
mon·ey-ˈmind·ed ΕΠΊΘ
1. money-minded (clever financially):
dirty ˈmon·ey ΟΥΣ no pl
1. dirty money (dishonestly acquired):
2. dirty money βρετ (extra pay):
-  
-  Schmutzzulage θηλ
in·ˈvest·ment mon·ey ΟΥΣ
money sink ΟΥΣ
 
  
 -  
-  moneys πλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
investment money ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
fiat money ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
money income ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-  
-  Geldeinkommen ουδ
idle money ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
money growth ΟΥΣ ΚΡΆΤΟς
money issuing ΟΥΣ ΚΡΆΤΟς
money transfer ΟΥΣ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
