στο λεξικό PONS
I. dive [daɪv] ΟΥΣ
1. dive (into water):
3. dive (sudden movement):
4. dive (drop in price):
5. dive (setback):
II. dive <dived [or αμερικ dove], dived> [daɪv] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. dive:
3. dive (move quickly):
div·ing [ˈdaɪvɪŋ] ΟΥΣ no pl
I. board [bɔ:d, αμερικ bɔ:rd] ΟΥΣ
1. board:
2. board + ενικ/pl ρήμα ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ, ΠΟΛΙΤ βρετ:
3. board + ενικ/pl ρήμα (group of interviewers):
4. board + ενικ/pl ρήμα ΟΙΚΟΝ:
5. board + ενικ/pl ρήμα βρετ (public facility):
7. board no pl ΤΟΥΡΙΣΜ:
8. board ΘΈΑΤ:
9. board (in [ice]hockey):
10. board αμερικ (examination):
11. board ΜΕΤΑΦΟΡΈς:
ιδιωτισμοί:
II. board [bɔ:d, αμερικ bɔ:rd] ΡΉΜΑ μεταβ
2. board (accommodation):
3. board ΜΕΤΑΦΟΡΈς:
III. board [bɔ:d, αμερικ bɔ:rd] ΡΉΜΑ αμετάβ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
| I | dive |
|---|---|
| you | dive |
| he/she/it | dives |
| we | dive |
| you | dive |
| they | dive |
| I | dived / αμερικ επίσ dove |
|---|---|
| you | dived / αμερικ επίσ dove |
| he/she/it | dived / αμερικ επίσ dove |
| we | dived / αμερικ επίσ dove |
| you | dived / αμερικ επίσ dove |
| they | dived / αμερικ επίσ dove |
| I | have | dived |
|---|---|---|
| you | have | dived |
| he/she/it | has | dived |
| we | have | dived |
| you | have | dived |
| they | have | dived |
| I | had | dived |
|---|---|---|
| you | had | dived |
| he/she/it | had | dived |
| we | had | dived |
| you | had | dived |
| they | had | dived |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.