στο λεξικό PONS
Sprung1 <-[e]s, Sprünge> [ʃprʊŋ, πλ ˈʃprʏŋə] ΟΥΣ αρσ (Riss)
- Sprung
-
Sprung2 <-[e]s, Sprünge> [ʃprʊŋ, πλ ˈʃprʏŋə] ΟΥΣ αρσ
1. Sprung (Satz):
ιδιωτισμοί:
-
- Sprung- und Wurfdisziplinen
-
- gewaltiger Sprung μτφ
-
- gewaltiger Sprung μτφ
-
- Sprung αρσ <-(e)s, Sprụ̈n·ge>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.