στο λεξικό PONS
-
- Aufsichtsrat αρσ <-(e)s, -räte>
-
- Aufsichtsrat αρσ <-(e)s, -räte>
-
- Aufsichtsrat αρσ <-(e)s, -räte>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Aufsichtsrat ΟΥΣ αρσ
- mitbestimmter Aufsichtsrat ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
-
-
- Aufsichtsrat (AR) αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.