στο λεξικό PONS
I. fu·tures [ˈfju:tʃəz, αμερικ -ɚz] ΟΥΣ πλ
1. futures (goods):
2. futures ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ:
II. fu·tures [ˈfju:tʃəz, αμερικ -ɚz] ΟΥΣ modifier
I. fu·ture [ˈfju:tʃəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ usu ενικ
1. future (in time):
3. future (prospects):
II. fu·ture [ˈfju:tʃəʳ, αμερικ -ɚ] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
I. com·mod·ity [kəˈmɒdəti, αμερικ -ˈmɑ:dət̬i] ΟΥΣ
1. commodity:
2. commodity (beneficial quality):
I. fund [fʌnd] ΟΥΣ
II. fund [fʌnd] ΡΉΜΑ μεταβ
commodity ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
commodity futures fund ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
future ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
fund ΡΉΜΑ μεταβ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
commodity [kəˈmɒdəti] ΟΥΣ
| I | fund |
|---|---|
| you | fund |
| he/she/it | funds |
| we | fund |
| you | fund |
| they | fund |
| I | funded |
|---|---|
| you | funded |
| he/she/it | funded |
| we | funded |
| you | funded |
| they | funded |
| I | have | funded |
|---|---|---|
| you | have | funded |
| he/she/it | has | funded |
| we | have | funded |
| you | have | funded |
| they | have | funded |
| I | had | funded |
|---|---|---|
| you | had | funded |
| he/she/it | had | funded |
| we | had | funded |
| you | had | funded |
| they | had | funded |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.