στο λεξικό PONS
Wirt·schafts·gut <-(e)s, -güter> ΟΥΣ ουδ ΕΜΠΌΡ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Wirtschaftsgut ΟΥΣ ουδ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
- Wirtschaftsgut
-
- geringwertiges Wirtschaftsgut (im Steuerrecht)
-
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
-
- Wirtschaftsgut
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.