στο λεξικό PONS
ge·ring·wer·tig ΕΠΊΘ
- base work, job
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
- geringwertiges Wirtschaftsgut (im Steuerrecht)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.