στο λεξικό PONS
 
  
 Ver·un·treu·ung <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΝΟΜ
 
  
 -  
-  Veruntreuung θηλ <-, -en>
-  
-  Veruntreuung θηλ <-, -en>
-  
-  Veruntreuung θηλ <-, -en>
-  
-  Veruntreuung θηλ <-, -en>
-  expropriation of funds
-  Veruntreuung θηλ <-, -en>
-  conversion of funds ΝΟΜ
-  
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
