στο λεξικό PONS
Schlicht·heit <-> ΟΥΣ θηλ kein πλ
un·dicht [ˈʊndɪçt] ΕΠΊΘ
Stel·le <-, -n> [ˈʃtɛlə] ΟΥΣ θηλ
1. Stelle (genauer):
2. Stelle (größer):
3. Stelle:
7. Stelle ΜΑΘ:
8. Stelle (Posten):
9. Stelle (Lage):
10. Stelle (in der Reihenfolge):
11. Stelle:
12. Stelle:
ιδιωτισμοί:
Un·dich·tig·keit <-> ΟΥΣ θηλ kein πλ ΟΙΚΟΔ
Echt·heit <-> ΟΥΣ θηλ kein πλ
1. Echtheit (das Echtsein):
3. Echtheit ΤΥΠΟΓΡ (Farbe):
- Echtheiten πλ
-
Schlecht·heit <-> ΟΥΣ θηλ kein πλ
Zer·knirscht·heit <-> ΟΥΣ θηλ kein πλ
-
- remorse no πλ
Echt·heits·bürg·schaft ΟΥΣ θηλ ΝΟΜ
Echt·heits·prü·fung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Lichtechtheit ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Echtheitsmerkmal ΟΥΣ ουδ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.