στο λεξικό PONS
ein·mal1, 1-mal [ˈainma:l] ΕΠΊΡΡ
2. einmal (ein einziges Mal):
3. einmal (zunächst):
4. einmal (ein weiteres Mal):
5. einmal (früher irgendwann):
6. einmal (später irgendwann):
zwei·mal, 2-mal [ˈtsvaima:l] ΕΠΊΡΡ
drei·mal, 3-mal [ˈdraima:l] ΕΠΊΡΡ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Point-of-Sale ΟΥΣ αρσ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
marktüblicher Satz phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Asset-Sale ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
SAF ΟΥΣ θηλ
SAF συντομογραφία: Structural Adjustment Facility ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Interbanken-Satz ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Real-Time-Kurs ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ορολογία μαγειρικής της Lingenio
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
ALG ΟΥΣ ουδ
ALG συντομογραφία: Arbeitslosengeld
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.