στο λεξικό PONS
Kur·sus <-, Kurse> [ˈkʊrzʊs, πλ ˈkʊrzə] ΟΥΣ αρσ τυπικ
Kursus → Kurs
Kurs ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Kurs1 <-es, -e> [kʊrs, πλ ˈkʊrzə] ΟΥΣ αρσ
1. Kurs ΑΕΡΟ, ΝΑΥΣ (Richtung):
2. Kurs (Zielsetzung):
3. Kurs (Wechselkurs):
4. Kurs ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ (Marktpreis):
Kurs1 <-es, -e> [kʊrs, πλ ˈkʊrzə] ΟΥΣ αρσ
1. Kurs ΑΕΡΟ, ΝΑΥΣ (Richtung):
2. Kurs (Zielsetzung):
3. Kurs (Wechselkurs):
4. Kurs ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ (Marktpreis):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Kurs ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
kontrollierter Kurs phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Interbanken-Kurs ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Future-Kurs ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
repräsentativer Kurs phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.