Kur·sus <-, Kurse> [ˈkʊrzʊs, πλ ˈkʊrzə] ΟΥΣ αρσ τυπικ
Kursus → Kurs
Kurs ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Kurs1 <-es, -e> [kʊrs, πλ ˈkʊrzə] ΟΥΣ αρσ
1. Kurs ΑΕΡΟ, ΝΑΥΣ (Richtung):
2. Kurs (Zielsetzung):
3. Kurs (Wechselkurs):
4. Kurs ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ (Marktpreis):
Kursus ΟΥΣ
- Kursus αρσ τυπικ
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.