στο λεξικό PONS
ˈshort sale ΟΥΣ
sale [seɪl] ΟΥΣ
1. sale (act of selling):
2. sale (amount sold):
3. sale (at reduced prices):
4. sale (auction):
5. sale pl (department):
I. short [ʃɔ:t, αμερικ ʃɔ:rt] ΕΠΊΘ
1. short (not long):
3. short (not far):
4. short (brief):
5. short (not enough):
8. short ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ:
ιδιωτισμοί:
II. short [ʃɔ:t, αμερικ ʃɔ:rt] ΟΥΣ
III. short [ʃɔ:t, αμερικ ʃɔ:rt] ΕΠΊΡΡ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
short sale ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- Leerverkauf αρσ
sale ΟΥΣ handel
-
- Veräußerung θηλ
short ΕΠΊΘ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.