στο λεξικό PONS
en·rol·ment, αμερικ en·roll·ment [ɪnˈrəʊl-, αμερικ enˈroʊlmənt] ΟΥΣ
1. enrolment:
2. enrolment αμερικ (number of students):
I. rate [reɪt] ΟΥΣ
1. rate (speed):
2. rate (measure):
3. rate (payment):
4. rate:
5. rate ΧΡΗΜΑΤΟΠ (amount of interest paid):
6. rate ΧΡΗΜΑΤΟΠ (value of a currency):
7. rate βρετ, αυστραλ dated (local tax):
- rates pl
-
ιδιωτισμοί:
II. rate [reɪt] ΡΉΜΑ μεταβ
1. rate (regard):
3. rate βρετ, αυστραλ dated (value):
4. rate Η/Υ:
-
- etw abschätzen
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
enrolment rate [ɪnˈrəʊlməntˌreɪt] ΟΥΣ
-
- Einschulungsrate (Anteil der Kinder, die an einer Schule angemeldet werden)
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
| I | rate |
|---|---|
| you | rate |
| he/she/it | rates |
| we | rate |
| you | rate |
| they | rate |
| I | rated |
|---|---|
| you | rated |
| he/she/it | rated |
| we | rated |
| you | rated |
| they | rated |
| I | have | rated |
|---|---|---|
| you | have | rated |
| he/she/it | has | rated |
| we | have | rated |
| you | have | rated |
| they | have | rated |
| I | had | rated |
|---|---|---|
| you | had | rated |
| he/she/it | had | rated |
| we | had | rated |
| you | had | rated |
| they | had | rated |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- enraptured
- enrich
- enriched
- enrichment
- enrichment fund
- enrolment rate
- en route
- en rule
- ensconce
- ensemble
- enshrine