στο λεξικό PONS
traf [tra:f] ΡΉΜΑ
traf παρατατ von treffen
I. tref·fen <trifft, traf, getroffen> [ˈtrɛfn̩] ΡΉΜΑ μεταβ +haben
1. treffen (mit jdm zusammenkommen):
2. treffen (zufällig begegnen):
3. treffen (zum Ziel haben):
4. treffen (kränken):
5. treffen (vornehmen):
6. treffen (erkennen):
7. treffen (vorfinden):
II. tref·fen <trifft, traf, getroffen> [ˈtrɛfn̩] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. treffen +sein (begegnen):
III. tref·fen <trifft, traf, getroffen> [ˈtrɛfn̩] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα +haben
baff [baf] ΕΠΊΘ κατηγορ οικ
Haft <-> [haft] ΟΥΣ θηλ kein πλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
ESAF ΟΥΣ θηλ
ESAF συντομογραφία: Enhanced Structural Adjustment Facility ΧΡΗΜΑΤΑΓ
SAF ΟΥΣ θηλ
SAF συντομογραφία: Structural Adjustment Facility ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
EAF ΟΥΣ θηλ
EAF συντομογραφία: Euro Access Frankfurt E-COMM
Euro Access Frankfurt ΟΥΣ θηλ E-COMM
AfDB ΟΥΣ θηλ
AfDB συντομογραφία: African Development Bank ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.