στο λεξικό PONS
Lohn <-[e]s, Löhne> [lo:n, πλ ˈlø:nə] ΟΥΣ αρσ
1. Lohn (Arbeitsentgelt):
Lot <-[e]s, -e> [lo:t] ΟΥΣ ουδ
2. Lot kein πλ ΟΙΚΟΔ (Senkrechte):
3. Lot μτφ:
lo·se [ˈlo:zə] ΕΠΊΘ
1. lose (locker, unverbunden):
2. lose (unverpackt, einzeln):
3. lose χιουμ (frech):
Loch <-[e]s, Löcher> [lɔx, πλ ˈlœçɐ] ΟΥΣ ουδ
1. Loch (offene Stelle):
ιδιωτισμοί:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
anrechenbarer Lohn phrase ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
Stop-Loss-Limit ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ορολογία μαγειρικής της Lingenio
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.