al·right [ɔ:lˈraɪt, αμερικ also ɑ:l-] ΕΠΊΘ ΕΠΊΡΡ ΕΠΙΦΏΝ
alright → all right
I. all right ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. all right επιβεβαιωτ οικ:
II. all right ΕΠΙΦΏΝ
III. all right ΕΠΊΡΡ αμετάβλ
1. all right (doubtless):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.