στο λεξικό PONS
dir1 [di:ɐ̯] ΑΝΤΩΝ πρόσ
du <γεν deiner, δοτ dir, αιτ dich> [ˈdu:] ΑΝΤΩΝ πρόσ
1. du 2. πρόσ ενικ:
2. du ποιητ:
dir2 [di:ɐ̯] ΑΝΤΩΝ αυτοπ
dir δοτ von sich
- dir
-
sich [zɪç] ΑΝΤΩΝ αυτοπ
1. sich im αιτ:
2. sich im δοτ:
3. sich πλ (einander):
4. sich unpersönlich:
5. sich mit Präposition:
DIR ΟΥΣ ουδ
DIR Η/Υ συντομογραφία: directory
- DIR
- DIR
du <γεν deiner, δοτ dir, αιτ dich> [ˈdu:] ΑΝΤΩΝ πρόσ
1. du 2. πρόσ ενικ:
2. du ποιητ:
du <γεν deiner, δοτ dir, αιτ dich> [ˈdu:] ΑΝΤΩΝ πρόσ
1. du 2. πρόσ ενικ:
2. du ποιητ:
Du <-[s], -[s]> [ˈdu:] ΟΥΣ ουδ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.