στο λεξικό PONS
strength [streŋ(k)θ] ΟΥΣ
1. strength no pl (muscle power):
2. strength no pl (health and vitality):
3. strength no pl (effectiveness, influence):
4. strength no pl (mental firmness):
5. strength:
7. strength (attribute):
8. strength (withstand force):
10. strength (cogency):
11. strength ΟΙΚΟΝ:
ιδιωτισμοί:
I. im·pact ΟΥΣ [ˈɪmpækt] no pl
1. impact:
II. im·pact ΡΉΜΑ μεταβ [ɪmˈpækt] esp αμερικ, αυστραλ
III. im·pact ΡΉΜΑ αμετάβ [ɪmˈpækt]
1. impact (hit ground):
2. impact esp αμερικ, αυστραλ (have effect):
-
- jdn/etw beeinflussen
strength ΟΥΣ
-
- Festigkeit θηλ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
impact ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
impact strength
| I | impact |
|---|---|
| you | impact |
| he/she/it | impacts |
| we | impact |
| you | impact |
| they | impact |
| I | impacted |
|---|---|
| you | impacted |
| he/she/it | impacted |
| we | impacted |
| you | impacted |
| they | impacted |
| I | have | impacted |
|---|---|---|
| you | have | impacted |
| he/she/it | has | impacted |
| we | have | impacted |
| you | have | impacted |
| they | have | impacted |
| I | had | impacted |
|---|---|---|
| you | had | impacted |
| he/she/it | had | impacted |
| we | had | impacted |
| you | had | impacted |
| they | had | impacted |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- IMO
- imp
- impact
- impact driver
- impacted
- impact strength
- impact test
- impact wrench
- impair
- impaired
- impaired ability