στο λεξικό PONS
Wir·kungs·grad <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ
- Wirkungsgrad
-
Wirkungsgrad ΟΥΣ
- energetischer Wirkungsgrad ΤΕΧΝΟΛ
-
-
- Wirkungsgrad αρσ <-(e)s, -e>
-
- Wirkungsgrad αρσ <-(e)s, -e> ειδικ ορολ
- thermal efficiency ΦΥΣ
- thermischer Wirkungsgrad
-
- Wirkungsgrad αρσ <-(e)s, -e>
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
-
- Wirkungsgrad
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
-
- energetischer Wirkungsgrad
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.