Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. acquis (acquise) [aki, iz] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
acquis → acquérir
II. acquis (acquise) [aki, iz] ΕΠΊΘ
III. acquis <πλ acquis> ΟΥΣ αρσ
2. acquis (réussite):
3. acquis (avantage obtenu):
5. acquis (dans l'UE):
IV. acquis (acquise) [aki, iz]
I. acquérir [akeʀiʀ] ΡΉΜΑ μεταβ
1. acquérir:
2. acquérir (arriver à avoir) personne:
3. acquérir (gagner):
II. s'acquérir ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. s'acquérir (s'obtenir):
2. s'acquérir (s'apprendre):
gorge [ɡɔʀʒ] ΟΥΣ θηλ
1. gorge ΑΝΑΤ:
couteau <πλ couteaux> [kuto] ΟΥΣ αρσ
1. couteau:
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.