Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. équipé (équipée) [ekipe] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
équipé → équiper
II. équipé (équipée) [ekipe] ΕΠΊΘ
III. équipée ΟΥΣ θηλ
I. équiper [ekipe] ΡΉΜΑ μεταβ
I. inadapté (inadaptée) [inadapte] ΕΠΊΘ
1. inadapté:
2. inadapté (qui ne convient pas):
II. inadapté (inadaptée) [inadapte] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.