στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
Old Testament [βρετ, αμερικ ˌoʊl(d) ˈtɛstəmənt]
testament [βρετ ˈtɛstəm(ə)nt, αμερικ ˈtɛstəmənt] ΟΥΣ
1. testament ΝΟΜ:
2. testament (proof):
I. old [βρετ əʊld, αμερικ oʊld] ΕΠΊΘ
1. old (elderly, not young):
2. old (of a particular age):
3. old (not new):
4. old (former, previous):
5. old (as term of affection):
6. old (as intensifier) οικ:
II. old [βρετ əʊld, αμερικ oʊld] ΟΥΣ
στο λεξικό PONS
Old Testament ΟΥΣ
I. old [oʊld] ΕΠΊΘ
1. old (not young, not new):
3. old (denoting an age):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
 
  
  
  
 