Oxford Spanish Dictionary
horse [αμερικ hɔrs, βρετ hɔːs] ΟΥΣ
1. horse C ΖΩΟΛ:
3. horse (cavalry):
- horse + pl ρήμα
- caballería θηλ
I. high <higher highest> [αμερικ haɪ, βρετ hʌɪ] ΕΠΊΘ
1.1. high building/wall/mountain:
1.2. high:
1.3. high (in status):
1.5. high (in pitch):
2.1. high (considerable, greater than usual):
2.2. high (good, favorable):
3.1. high ΛΟΓΟΤ, ΘΈΑΤ:
4.1. high (happy, excited):
4.2. high (intoxicated):
5. high (of time, period):
II. high <higher highest> [αμερικ haɪ, βρετ hʌɪ] ΕΠΊΡΡ
1.1. high fly:
1.2. high (in status):
2.1. high (in amount, degree):
III. high [αμερικ haɪ, βρετ hʌɪ] ΟΥΣ
1.1. high C (level):
1.2. high U:
3. high C οικ:
4. high U (top gear) αμερικ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΔΡ:
5. high C (high school):
- high οικ
-
στο λεξικό PONS
horse [hɔ:s, αμερικ hɔ:rs] ΟΥΣ
ιδιωτισμοί:
I. high [haɪ] ΕΠΊΘ
1. high (elevated):
2. high (above average):
3. high (important, eminent):
II. high [haɪ] ΕΠΊΡΡ
horse [hɔrs] ΟΥΣ
1. horse ΖΩΟΛ:
ιδιωτισμοί:
I. high [haɪ] ΕΠΊΘ
1. high (elevated):
2. high (above average):
3. high (important, eminent):
II. high [haɪ] ΕΠΊΡΡ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.