Oxford Spanish Dictionary
hambre ΟΥΣ θηλ con artículo masculino en el singular
1.1. hambre (sensación):
- hambre
-
1.2. hambre (como problema):
I. muerto2 (muerta) ΟΥΣ αρσ (θηλ) (persona muerta)
muerto1 (muerta) ΕΠΊΘ
1.1. muerto persona/animal/planta:
1.3. muerto οικ (pasando, padeciendo) (muerto de algo):
2. muerto como μετ παρακειμ τυπικ:
3.2. muerto (inerte):
huelguista de hambre ΟΥΣ αρσ θηλ
- huelguista de hambre
-
στο λεξικό PONS
-
- hambre αρσ ή θηλ
-
- hambre θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.