Oxford Spanish Dictionary
función benéfica ΟΥΣ θηλ
- función benéfica
-
benéfico (benéfica) ΕΠΊΘ
1. benéfico:
obra benéfica, obra de beneficencia, obra de caridad ΟΥΣ θηλ
στο λεξικό PONS
-
- organización θηλ benéfica
-
- organización benéfica contra el hambre
-
- institución θηλ benéfica
- charitable gifts, donation
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- obra benéfica