Oxford Spanish Dictionary
hungry <hungrier hungriest> [αμερικ ˈhəŋɡri, βρετ ˈhʌŋɡri] ΕΠΊΘ
hungry person/animal:
- hungry
-
- I was ravenously hungry
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.