Oxford Spanish Dictionary
I. mighty <mightier mightiest> [αμερικ ˈmaɪdi, βρετ ˈmʌɪti] ΕΠΊΘ
1. mighty (powerful):
- mighty empire/ruler/army
-
2. mighty (vigorous):
II. mighty [αμερικ ˈmaɪdi, βρετ ˈmʌɪti] ΟΥΣ ουσ πλ λογοτεχνικό
III. mighty [αμερικ ˈmaɪdi, βρετ ˈmʌɪti] ΕΠΊΡΡ οικ as intensifier
στο λεξικό PONS
I. mighty [ˈmaɪti, αμερικ ˈmɑɪt̬i] -ier, -iest ΕΠΊΘ
II. mighty [ˈmaɪti, αμερικ ˈmɑɪt̬i] -ier, -iest ΕΠΊΡΡ αμερικ οικ
- mighty
-
I. mighty <-ier, -iest> [ˈmaɪ·t̬i] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.