Oxford Spanish Dictionary
saliente2 ΟΥΣ θηλ o Ισπ αρσ
1. saliente (de un edificio, muro):
στο λεξικό PONS
saliente ΕΠΊΘ
1. saliente (excelente):
2. saliente (ojos):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.