Oxford Spanish Dictionary
pleno1 (plena) ΕΠΊΘ
1.1. pleno (completo, total):
1.2. pleno (uso enfático):
pleno2 ΟΥΣ αρσ
1. pleno (reunión):
2.1. pleno ΠΑΙΧΝΊΔΙΑ (en bolos):
- pleno
-
2.3. pleno ΠΑΙΧΝΊΔΙΑ (en las quinielas):
- pleno
-
pleno empleo ΟΥΣ αρσ
- pleno empleo
-
- un pleno consistorial
-
στο λεξικό PONS
-
- pleno αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.