Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. vécu (vécue) [veky] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
vécu → vivre
II. vécu (vécue) [veky] ΕΠΊΘ
2. vécu ΦΙΛΟΣ (subjectif):
III. vécu ΟΥΣ αρσ
I. vivre [vivʀ] ΡΉΜΑ μεταβ
1. vivre (connaître):
II. vivre [vivʀ] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. vivre ΒΙΟΛ (être vivant):
2. vivre (habiter):
3. vivre (exister):
4. vivre (survivre):
5. vivre (durer):
III. se vivre ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
IV. vivres ΟΥΣ αρσ πλ
I. vivre [vivʀ] ΡΉΜΑ μεταβ
1. vivre (connaître):
II. vivre [vivʀ] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. vivre ΒΙΟΛ (être vivant):
2. vivre (habiter):
3. vivre (exister):
4. vivre (survivre):
5. vivre (durer):
III. se vivre ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
IV. vivres ΟΥΣ αρσ πλ
στο λεξικό PONS
vécus [veky] ΡΉΜΑ
vécus passé simple de vivre
I. vivre [vivʀ] ανώμ ΡΉΜΑ αμετάβ
3. vivre (subsister):
II. vivre [vivʀ] ανώμ ΡΉΜΑ μεταβ
I. vécu(e) [veky] ΡΉΜΑ
vécu μετ passé de vivre
II. vécu(e) [veky] ΕΠΊΘ
I. vivre [vivʀ] ανώμ ΡΉΜΑ αμετάβ
3. vivre (subsister):
II. vivre [vivʀ] ανώμ ΡΉΜΑ μεταβ
I. vivre [vivʀ] ανώμ ΡΉΜΑ αμετάβ
3. vivre (subsister):
II. vivre [vivʀ] ανώμ ΡΉΜΑ μεταβ
vécus [veky] ΡΉΜΑ
vécus passé simple de vivre
I. vivre [vivʀ] ανώμ ΡΉΜΑ αμετάβ
3. vivre (subsister):
II. vivre [vivʀ] ανώμ ΡΉΜΑ μεταβ
I. vécu(e) [veky] ΡΉΜΑ
vécu μετ passé de vivre
II. vécu(e) [veky] ΕΠΊΘ
I. vivre [vivʀ] ανώμ ΡΉΜΑ αμετάβ
3. vivre (subsister):
II. vivre [vivʀ] ανώμ ΡΉΜΑ μεταβ
I. vivre [vivʀ] ανώμ ΡΉΜΑ αμετάβ
3. vivre (subsister):
II. vivre [vivʀ] ανώμ ΡΉΜΑ μεταβ
- humblement vivre
-
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.