I. auf·ge·bla·sen ΡΉΜΑ
aufgeblasen μετ παρακειμ: aufblasen
II. auf·ge·bla·sen ΕΠΊΘ
1. aufgeblasen αμετάβλ (mit Luft gefüllt):
2. aufgeblasen μειωτ (eingebildet, arrogant):
I. auf|bla·sen ανώμ ΡΉΜΑ μεταβ
I. hoch·nä·sig [ˈho:xnɛ:zɪç] ΕΠΊΘ μειωτ οικ
II. hoch·nä·sig [ˈho:xnɛ:zɪç] ΕΠΊΡΡ μειωτ οικ
-
- conceitedly μειωτ
I. hoch·ge·sto·chen ΕΠΊΘ μειωτ οικ
Na·se <-, -n> [ˈna:zə] ΟΥΣ θηλ
1. Nase ΑΝΑΤ:
2. Nase (Geruchssinn):
3. Nase μτφ (Gespür):
ιδιωτισμοί:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.