con·ceit·ed [kənˈsi:tɪd, αμερικ -t̬-] ΕΠΊΘ μειωτ
- conceited
-
self-con·ˈceit·ed ΕΠΊΘ
- self-conceited
-
con·ceit [kənˈsi:t] ΟΥΣ
1. conceit no pl (vanity):
-
- conceited
-
- conceited
-
- conceited μειωτ
-
- conceited
-
- conceited μειωτ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.