I. ˈhigh·brow ΕΠΊΘ
1. highbrow (intellectual):
- highbrow newspaper, readers
-
- highbrow culture
-
2. highbrow μειωτ (overly intellectual):
II. ˈhigh·brow ΟΥΣ esp μειωτ
- highbrow
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.