I. in·tel·lec·tual [ˌɪntəˈlektjuəl, αμερικ -t̬əˈlektʃu-] ΟΥΣ
II. in·tel·lec·tual [ˌɪntəˈlektjuəl, αμερικ -t̬əˈlektʃu-] ΕΠΊΘ
intellectual activity, climate, interests:
in·tel·lec·tual ˈprop·er·ty ΟΥΣ no pl ΝΟΜ
in·tel·lec·tual dis·aˈbil·ity ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.