στο λεξικό PONS
in·tel·lec·tual dis·aˈbil·ity ΟΥΣ
I. in·tel·lec·tual [ˌɪntəˈlektjuəl, αμερικ -t̬əˈlektʃu-] ΟΥΣ
II. in·tel·lec·tual [ˌɪntəˈlektjuəl, αμερικ -t̬əˈlektʃu-] ΕΠΊΘ
intellectual activity, climate, interests:
dis·abil·ity [ˌdɪsəˈbɪləti, αμερικ -ət̬i] ΟΥΣ
1. disability (incapacity):
2. disability no pl (condition):
3. disability (disadvantage):
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
disability
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.