στο λεξικό PONS
in·tel·lec·tual ˈprop·er·ty ΟΥΣ no pl ΝΟΜ
I. in·tel·lec·tual [ˌɪntəˈlektjuəl, αμερικ -t̬əˈlektʃu-] ΟΥΣ
II. in·tel·lec·tual [ˌɪntəˈlektjuəl, αμερικ -t̬əˈlektʃu-] ΕΠΊΘ
intellectual activity, climate, interests:
prop·er·ty [ˈprɒpəti, αμερικ ˈprɑ:pɚt̬i] ΟΥΣ
1. property no pl (things owned):
2. property no pl:
3. property (piece of real estate):
4. property (attribute):
property ΟΥΣ
-
- Grundstück ουδ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.